- ἱεροφάντρια
- ἱεροφάντ-ρια, ἡ, fem. of ἱεροφάντης,A hierophantria deae Hecatae, CIL6.1780, cf. 1779.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιεροφάντρια — ἱεροφάντρια, ἡ (Α) επιγρ. θηλ. τού ἱεροφάντης* … Dictionary of Greek
ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… … Dictionary of Greek